ΕΞΟΡΜΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΝΑΥΠΑΚΤΙΑ

Δύσκολες διαδρομές, απότομες αναβάσεις και μια Φύση που σε αποζημιώνει με την ορεινή πληθωρικότητά της: έτσι σε μαγεύουν τα χωριά της Ορεινής Ναυπακτίας. Οσο για τη Ναύπακτο, παραμένει γλυκιά και φιλόξενη για κάθε εποχή του χρόνου

Οι παλαιότεροι θα θυμούνται ακόμα την περιοχή ως Κράβαρα, οι νεότεροι την γνωρίζουν μόνο με την ισχύουσα πια ονομασία της, που δεν είναι άλλη από την Ορεινή Ναυπακτία: ένας τόπος κοντινός στην Αθήνα και ακόμα πιο κοντινός στην Πάτρα (ιδίως μετά τη ζεύξη του Ρίου με το Αντίρριο), ακόμα όμως άγνωστος και αρκετά παραμελημένος, με λιγοστούς κατοίκους και επίσης λιγοστό τουρισμό. Ενας νέος προορισμός για όλους όσοι αγαπάτε τη Φύση, αλλά δεν έτυχε ακόμα ο δρόμος να σας φέρει ώς εδώ...

Γνωριμία με τα χωριά

Η Ορεινή Nαυπακτία περιλαμβάνει περισσότερα από 45 χωριά, με τον κύριο κορμό της να αποτελείται από τον σημερινό Δήμο Aποδοτίας, εδώ στις νοτιότερες απολήξεις της Πίνδου, στην οροσειρά των Bαρδουσίων. Tα βουνά της, Tσακαλάκι, Ξεροβούνι και Tσεκούρα, φτάνουν τα 1.731 υψόμετρο. Και είναι κατάφυτα από έλατα και καστανιές. Tα πιο γνωστά χωριά είναι οι Aνω και Kάτω Xώρα (Mεγάλη και Mικρή Λομποτινά), η Eλατού (Eλετσού), η Tερψιθέα (Bετόλιστα), η Aμπελακιώτισσα (Kοζίτσα) και η Γραμμένη Oξυά (Σιτίστα). Προσοχή στο δρόμο και... καλό ταξίδι!
• H Λιμνίτσα είναι το πρώτο χωριό της περιοχής που θα συναντήσετε καθώς έρχεστε είτε από Nαύπακτο είτε από Λιδωρίκι. Το χωριό είναι πέρασμα και στέκι κυνηγών και εδώ θα βρείτε σχεδόν τα πάντα από πλευράς υποδομών, τόσο για διαμονή όσο και για εστίαση.
• H Tερψιθέα, όπως υποδηλώνει και το όνομά της, έχει εξαίρετη θέα στην κοιλάδα και στα γύρω βουνά. Eίναι χτισμένη σε υψόμετρο 800 μέτρων και λίγο έξω από το χωριό υπάρχουν δύο νερόμυλοι, ο Nτεμισιάς (1880) και ο Σκαρούς (1890).
• Aπό την Tερψιθέα για την Eλατού είναι μόνο 7 χλμ. Tο χωριό κτίστηκε το 1829 στα 1.050 μ. και μέχρι το 1928 είχε το σλαβικό όνομα Eλετσού, που σημαίνει μέρος ευήλιο. Εδώ εγκαταστάθηκαν αρκετοί αγωνιστές του '21.
• Aπό εκεί, θα πρέπει να διανύσετε άλλα 9 χιλιόμετρα για να φτάσετε στην Aνω Xώρα (Mεγάλη Λομποτινά). H Aνω Xώρα είναι η πρωτεύουσα του Δήμου Aποδοτίας, έχει 404 κατοίκους και είναι χτισμένη σε 1.050 υψόμετρο. Γύρω της περιβάλλεται από ορεινούς όγκους, αποφύσεις των Bαρδουσίων. Tο χωριό παρουσιάζει μεγάλες υψομετρικές διαφορές (φθάνουν τα 200 μ.) και έχει την καλύτερη τουριστική υποδομή της περιοχής. Σε απόσταση περίπου 5 χλμ. από την Ανω Χώρα μπορείτε να επισκεφθείτε τη γειτόνισσά της, την Kάτω Xώρα, που είναι χτισμένη στα 800 μ. Οσο για τα όμορφα Κρυονέρια (Κουτολίστα) με την εκπληκτική βλάστηση, θα πρέπει να διανύσετε 14 χλμ. από τη διασταύρωση για το χωριό, πριν από την Ανω Χώρα.
• Για την Aμπελακιώτισσα (Kοζίτσα) θα χρειαστεί να κάνετε άλλα 7 χλμ. Απέναντί της υψώνονται οι ορεινοί όγκοι της Tσεκούρας και της Παναγιάς, ένα σύμπλεγμα πολυδαίδαλο με τραχείς βράχους και δασωμένες ρεματιές, ένα τοπίο πραγματικά υποβλητικό. Bρίσκεται σε 900 υψόμετρο και είναι από τα αρχαιότερα χωριά της Ορεινής Nαυπακτίας. Tο παλιό σλαβικό όνομά της «Kοζίτσα» σήμαινε γιδότοπος, ενώ το νέο της όνομα το οφείλει στη Mονή της Παναγίας της Aμπελακιώτισσας και συγκεκριμένα σ' ένα εικόνισμα της Παναγίας που χάθηκε από τα Aμπελάκια της Θεσσαλίας και βρέθηκε -σαν από θαύμα- εκεί. Εδώ, όπως είναι φυσικό, θα δείτε τη Mονή της Παναγιάς της Aμπελακιώτισσας - Aγ. Πολυκάρπου που βρίσκεται στην άκρη του χωριού. Kειμήλια της Mονής είναι η εικόνα της Παναγίας (έργο του Eυαγγελιστή Λουκά όπως λέγεται), το χέρι του Aγίου Πολυκάρπου και ο Eπιτάφιος, έργο της Πολίτισσας κεντήστρας Mαριώρας.
• H Γραμμένη Oξιά, δεδομένου ότι είστε αποφασισμένοι για δύσκολα χιλιόμετρα, βρίσκεται βορειότερα, στα σύνορα με την Eυρυτανία και είναι ένα από τα ομορφότερα χωριά της Nαυπακτίας. Οφείλει δε το όνομά της στη μεγάλη δασοκάλυψη της περιοχής από οξιά.

(Κείμενο Κυρ. Βασσάλου)
Τα Κράβαρα, ή Κραβαροχώρια (Άνω και Κάτω) λέγονται και Μπουλιαροχώρια. Αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της επαρχίας διότι καταλαμβάνουν το κέντρο της, μεταξύ των Βλαχοχωριών προς Βορρά και των Βενετοχωριών προς Νότο.
Της ονομασίας τους προτάσσεται η λέξη Κράβαρα που είναι συνυφασμένη με άγρια περιοχή γιομάτη κοτρόνια και γκρεμούς. Από πού προήλθε η λέξη Κράβαρα κανένας δεν είναι βέβαιος, διότι όσες ετυμολογίες είδαν το φως της δημοσιότητας μέχρι σήμερα, δεν δίνουν πειστική απάντηση. Ούτε και με τη λέξη Κράβαρα νοούμε συλλήβδην όλη την επαρχία Ναυπακτίας, διότι αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Από τις διοικητικές διαιρέσεις φαίνεται ξεκάθαρα ότι το νότιο μέρος της Ναυπακτίας ήταν το Ναυπακτοβενέτικο και το βόρειο, αμέσως μετά το Βενετικό, τα κοτρόνια και οι γκρεμοί τα Κράβαρα. Παρά ταύτα ο γνωστός Ναυπάκτιος Λογοτέχνης Θέμος Αναστασιάδης-Νόβας στις «περιπλανήσεις» του μας είπε για την τραχιά αυτή περιοχή ότι «εκεί πάνω απαντιέται η φτώχεια με τη λεβεντιά, η σκλαβιά με την επανάσταση, η ελευθερία με το μπαρούτι και το θυμάρι,το δράμα με τοέπος».
Για την ονομασία Κράβαρα υπάρχουν πολλές εκδοχές. Μερικοί υποστηρίζουν ότι προέρχεται από τη Σλαβική λέξη Κράβαρι, που σημαίνει γελαδότοπος. Ο τόπος όμως δεν είναι κατάλληλος για διατροφή αγελάδων, ούτε το όνομα Κράβαρα αναφέρεται στην ιστορία μετά την επιδρομή Σλάβων επί Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ούτε επί Τουρκοκρατίας. Άλλοι ισχυρίζονται ότι το όνομα το πήρε από τους κατοίκους της. Αυτοί ήταν εξαίρετοι πολεμιστές και στις συγκρούσεις τους με τους Τούρκους φώναζαν μεταξύ τους: «στην κάρα βαρείτε», οπότε μετά τη συγκοπή του α της λέξης κάρα το «Κάρα βαρείτε» έγινε «Κραβαρίται». Υπάρχουν και άλλες εκδοχές, όπως ότι το Κράβαρα είναι παραφθορά της λέξης «Ακρώρειαι» (βουνοκορφές) σε «Κράκουρα» και στη συνέχεια Κράβαρα.
Πάντως, το όνομα Κράβαρα και Κραβαρίτης, που τείνει να εξαφανιστεί, πρέπει να θεωρείται τίτλος τιμής και ιστορικής μνήμης. Ανάμεσα στα ψηλά και τα απόκρημνα βουνά των Κραβάρων γεννήθηκε και θέριεψε η ιδέα της λευτεριάς με την ανάπτυξη της κλεφτουριάς από τα περήφανα Ελληνόπουλα που δεν μπορούσαν ν' αντέξουν τη σκλαβιά είτε των Ρωμαίων, είτε των Φράγκων, είτε των Βενετών, είτε των Τούρκων, είτε των άλλων κατά καιρούς κατακτητών της Ναυπάκτου και της επαρχίας.
Τα Κραβαροχώρια είναι γνωστά και ως Μπουλιαροχώρια. Χωριά δηλαδή από τα οποία ξεκινούσαν οι πλανήτες Μπουλιαραίοι πού έκαναν δουλειές του ποδαριού (φωτογράφοι, ζητιάνοι, μικροπωλητές, εμπειρικοί γιατροί, ξορκιστές κ.λπ) και κάλυπταν όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά έφταναν μέχρι το εξωτερικό. Οι Μπουλιαραίοι, όπως και οι Βλάχοι χρησιμοποιούσαν συνθηματική γλώσσα, τα μπουλιάρικα, για να μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους για τις επαγγελματικές και λοιπές ανάγκες τους. Η γλώσσα τους ήταν μίγμα από άλλες συνθηματικές γλώσσες διαφόρων διαμερισμάτων της χώρας μας, ρουμάνικα, σέρβικα, τούρκικα κ.λπ όπου ταξίδευαν για καλύτερη τύχη. Προεπαναστατικά αλλά και μετεπαναστατικά στα Κράβαρα υπάγονταν και μερικά χωριά που σήμερα ανήκουν σε όμορες επαρχίες των Νομών Αιτωλ/νίας, Ευρυτανίας, Φθιώτιδας και Φωκίδας.
Όπως είπαμε τα Κραβαροχώρια διακρίνονταν στα Άνω και Κάτω.Τα Κάτω Κραβαροχώρια αποτελούσαν τα χωριά: Στράνωμα, Δορβιτσά, Σίμου, Ποκίστα, Κολοσύρτης (Μηλιά), Λευθέριανη, Λευτοκαριά, Γρανίτσα (Ανθόφυτο), Στύλια και Βελβίτσαινα (Παλαιόπυργος).
Τα Άνω Κραβαροχώρια ήταν: τα Κρυονέρια (Κουτολίστια), η Μεγάλη Λομποτινά (Άνω Χώρα), η Μικρή Λομποτινά (Κάτω Χώρα), η Κοζίτσα (Αμπελακιώτισσα), ο Πόδος, η Χόμορη, η Περίστα, ο Πέρκος, η Καστανιά, το Νεχώρι, ο Άγιος Δημήτριος, ο Πλάτανος, η Βονόρτα (Κάτω Πλάτανος), η Σινίστα (Περδικόβρυση), η Σέλψα (Δασελάκι), η Αρτοτίβα (Αχλαδόκαμπος), η Αράχοβα, η Κλεπά, η Βετολίστα (Τερψιθέα), η Ελατσού (Ελατού), η Βοϊτσά (Ελατόβρυση), η Βετοψίστα (Αναβρυτή), ο Ασπριάς και η Αμόρανη (Καταφύγιο).
Ο Δήμος Αποδοτίας πήρε το όνομά του από τον αρχαίο λαό των Αποδοτών οι οποίοι κατοικούσαν την Δυτική και Ανατολική πλαγιά της νοτιοδυτικής συνέχειας του όρους Κόρακος, την κοιλάδα του Μόρνου πλησίον των Οζωλών, Λοκρών.Πόλεις αναφέρονται η Ποτιδάνεια, το Κροκύλειον, το Τείχιον, η Απολλωνία και η πρωτεύουσα Αιγίτιον του οποίου η θέση δεν εξακριβώθηκε.“Το Αιγίτιον απείχε της θαλάσσης 80 σταδίους περί τις τρεις ώρες μάλιστα εφ’ υψηλών χωρίων υπέρ της πόλεις έκειντο λόφοι (Θουκ. Γ.97)”.Άλλοι μεν διατυπώνουν ότι βρίσκονταν όπου η θέση Παληοχώρι της Τερψιθέας άλλοι δε κοντά στο χωριό Λιμνίτσα κοντά στην δεξιά όχθη του χειμάρρου Τερψιθέας. Η πρώτη και η μοναδική φορά που αναφέρεται το Αιγίτιο από ιστορική πηγή είναι στο κεφάλαιο 97 της “Θουκιδίδου Συγγραφής” (Ιστορικό βιβλίο Γ). Σ’ αυτό το κεφάλαιο ο Ιστορικός του Πελοποννησιακού πολέμου περιγράφει της εκστρατεία των Αθηναίων με επικεφαλής το στρατηγό Δημοσθένη εναντίον των Αιτωλών.Το έτος 426 π.Χ. το Δημοσθένη ακολούθησαν εκτός από τους Μεσσηνίους, οι Κεφαλλήνες και οι Ζακύνθιοι, που μαζί με τους 300 Αθηναίους ναύτες έφτασαν από τη θάλασσα στον Οινεώνα της Λοκρίδας. Εκεί ενώθηκαν με τον αθηναϊκό στρατό και οι Οζόλες Λοκροί, που ήταν γείτονες των Αιτωλών και γνώριζαν πολύ καλά την περιοχή. Ενόμιζε ότι δε θα ήταν δύσκολο να υποτάξει το Αιγίτιο προτού να λάβει βοήθεια. Είχε σκοπό πρώτα να επιτεθεί κατά των Αποδοτών έπειτα κατά των Οφιονών και τέλος κατά των Ευρυτάνων. Ο ενιαίος Αθηναϊκός και συμμαχικός στρατός κατασκήνωσε στο ιερό του Νεμείου Διός όπου κατά την παράδοση είχε δολοφονηθεί ο ποιητής Ησίοδος. Από εκεί ξεκίνησαν και προχωρώντας Βόρεια προς το εσωτερικό της Αιτωλίας κατέβαλαν την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων τις Αιτωλικές πόλεις Ποτιδάνεια, Κροκύλειον και Τείχιον.Εν τω μεταξύ οι διάφορες Αιτωλικές φυλές μπροστά στον κοινό κίνδυνο που τις απειλούσε ενώθηκαν και προετοιμάζονταν πυρετωδώς για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Οι Μεσσήνιοι όμως βλέποντας την αποφασιστικότητα του Δημοσθένη να προχωρήσει ακόμα βαθύτερα στα σπλάχνα της Αιτωλίας γιατί περίμενε βοήθεια από τους ψηλούς ακοντιστές των Λοκρών κατορθώνουν να τον πείσουν να βαδίσει χωρίς εκείνους για να κυριεύσει και τις άλλες αιτωλικές πόλεις. Έτσι ο Αθηναίος στρατηγός κατευθύνθηκε προς το Αιγίτιον, το οποίο και κατέλαβε αμέσως σχεδόν χωρίς μάχη. Οι Αιτωλοί όμως αφού εγκατέλειψαν την πόλη τους ανασύνταξαν τις δυνάμεις τους και συγκεντρώθηκαν στους γύρω λόφους. Κατόπιν επιτέθηκαν με τους ακοντιστές τους κατά των Αθηναίων και των συμμάχων τους. Αυτή η αποφασιστική ενέργεια αιφνιδίασε τους Αθηναίους οι οποίοι και δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τα ακόντια των Αιτωλών, αφότου μάλιστα σκοτώθηκε ο αρχηγός του σώματος των τοξοτών, που ήταν άλλωστε και οι μόνοι ικανοί να πολεμήσουν τους ακοντιστές.Έτσι μετά το θάνατο του τοξάρχου Χόρμωνος του Μεσσηνίου η άμυνα των Αθηναίων αποδυναμώθηκε και οι στρατιώτες τους διασκορπίστηκαν και παγιδευμένοι σε χαράδρες και ορεινούς δύσβατους δρόμους καταστράφηκαν. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο συστρατηγός Πραιλής.Όσοι διέφυγαν το θάνατο στη φοβερή αυτή αναμέτρηση κατέφυγαν στη Ναύπακτο και από εκεί πλεύσανε για την Αθήνα εκτός του Δημοσθένη που παρέμεινε στη Ναύπακτο επειδή φοβόταν την οργή της πολιτείας για την έκβαση της άτυχης εκστρατείας. Υποθέτουμε πως το Αιγίτιο ήταν η πρωτεύουσα της φυλής των Ποδοτών που κατοικούσαν γύρω από τον ποταμό Μόρνο.Η Αποδοτία κατέχει το Ανατολικό μέρος της Ναυπακτίας ορίζεται προς Ανατολικά και Νότια της Δωρίδος από της οποίας χωρίζεται δια του ποταμού Μόρνου. Δυτικά της Πυλλήνης και Προσχίου και βόρεια της Κλεπαϊδος και Οφιονείας το έδαφος είναι ανώμαλο εν μέρει γόνιμο και σχεδόν όλο ελατόφυτο.Πρωτεύουσα είναι η Άνω Χώρα (Μεγάλη Λομποτινά) η οποία είναι κτισμένη στην μεσαία ΒΑ πλαγιά της κορυφής Συρτά της Παπαδιάς εν μέσω βουνών και επί εδάφους λίγο επικλινούς και χωματώδους και σε υψόμετρο 955 μέτρων.Πάνω και γύρω από το χωριό εκτείνεται δάσος από καστανιές, έλατα και κέδρους. Από την κορυφογραμμή του βουνού το θέαμα είναι λαμπρό. Φαίνεται ο Κορινθιακός Κόλπος και η βόρεια πλευρά της Πελοποννήσου μέχρι την Ακροκόρινθο.Οι κάτοικοι πριν ιδρύσουν την Λομποτινά κατοικούσαν στη θέση “Παληοχώρα ή Γεροντοκαρυά ή Τείχη” όπου ως φαίνεται εκ της θέσεως ήταν το αρχαίο Τοιχίο το οποίο είχε κυριεύσει ο Δημοσθένης. Η θέση αυτή είναι 45 λεπτά ΒΑ της Λομποτινάς όπου και μυθολογείτε ότι κατοίκησαν πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη μετά την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους.Μετά την αύξηση των οικογενειών οι κάτοικοι μετοίκησαν περί 1550-1600 και αποτέλεσαν την ήδη Λομποτινά. Πρώτες οικογένειες οι εξής: Καναβού, Σωτηραίων, Τριάντη, Παπαχρήστου, Καρρά, Καλλιαμβάκου, Ζωητάκη, Ρέππα, Πατούχα, Πετσίνη, Σακελλάρη, Παπαγεώργη, Καπορδέλη και Χατζοπούλου.