ΚΟΥΤΟΥΛΙΣΤΙΑ - ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΟΝΟΜΑ ΤΩΝ ΚΡΥΟΝΕΡΙΩΝ

Πολλές φορές μας έχει απασχολήσει το παλιό όνομα του χωριού μας Κουτουλίστια.
Οι ντόπιοι είχαν πλάσει διάφορες φανταστικές, μυθικές ερμηνείες οι οποίες είναι ανάξιες λόγου. Άλλοι ερεύνησαν επιστημονικά καταφεύγοντας σε αναζήτηση σχέσης του ονόματος με ρίζες ξένων λέξεων των λαών, που άφησαν κάποια ίχνη στον τόπο μας. Όμως, παρά την προσπάθειά τους, δεν κατάφεραν να μας δώσουν σωστή ή έστω μια ικανοποιητική απάντηση.
Εμείς με τη νέα μας προσπάθεια, δε θα φύγουμε μακριά αλλά η έρευνά μας θα γυρίζει γύρω από το χωριό μας, τους πρώτους κατοίκους και τη νεότερη εμφάνισή του σε σχέση με τα άλλα γειτονικά χωριά.
Είναι γεγονός, ότι στο χώρο του χωριού μας, δεν έχει παρατηρηθεί κάτι το αρχαίο και η εμφάνισή του αρχίζει σχεδόν στα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Όλοι μας παραδεχόμαστε, πως οι πρώτοι κάτοικοι είναι αυτοί που έφυγαν από το Μούστροβο Σπερχιάδας - άγνωστο για ποιο λόγο - και εγκαταστάθηκαν στα χαμηλώματα κοντά στον ποταμό Φίδαρη, μακριά από περάσματα επιδρομέων και σε περίπτωση κινδύνου, να έχουν τη δυνατότητα να καταφεύγουν μαζί με τις οικογένειές τους σε ασφαλείς κρύπτες της περιοχής।
Σ’αυτή την περιοχή, έχουμε δύο τοπικές μαρτυρίες που φανερώνουν πως οι Φράγκοι κατακτητές, που εξουσίαζαν τη νότια Ναυπακτία- το Βενέτικο, όπως το λέμε ακόμα σήμερα- εξουσίαζαν και την περιοχή, όπου κατέφυγαν οι φυγάδες του Μούστροβου. Αυτό μαρτυρούν οι λατινικής προέλευσης λέξεις: Καστέλια = οχυρό μέρος, όπως και η βρύση, όπου κάποιος κόμης ίσως περνούσε τα καλοκαίρια του, λέγεται Του Κόμη η βρύση και δροσίζει κι εμάς ακόμα και σήμερα με το δροσερό νερό της.
Προς το μέρος του χωριού, δεν υπάρχει κάποιο όνομα που να είναι κατάλοιπο κάποιων κατακτητών, εκτός από μερικά τοπωνύμια της εποχής των σλάβων.
Εδώ γεννιέται το ερώτημα: Γιατί οι πρώτοι κάτοικοι δεν εγκαταστάθηκαν στο χώρο του χωριού από την αρχή, αλλά άρχισαν να ανεβαίνουν σιγά σιγά και να κτίζουν τα σπίτια τους σε κεντρικό σημείο κοντά στις βρύσες;
Υπάρχει μια παράδοση, που λέει, πως σ’ αυτήν την περιοχή οι Μουστροβίτες κάτοικοι του Φίδαρη, έβοσκαν τα ζωντανά τους σε όλο το χώρο του σημερινού χωριού, που πνιγόταν τότε από βάτα και άλλα δέντρα και χόρτα, που τα ευνοούσαν τα νερά που διασκορπίζονταν χωρίς να φαίνονται οι πηγές τους.
Κάπου εκεί στην κορυφή όπου άρχιζαν τα βάτα, παρατήρησε ο τσοπάνος πως ο τράγος, που βγήκε μέσα από την πυκνή βλάστηση, είχε τα γένια του βρεμένα. Έτσι ανακαλύφθηκε η πρώτη πηγή, ίσως της επάνω βρύσης του χωριού, και αφού καθαρίστηκε ο τόπος, φάνηκαν και οι άλλες πηγές και τότε οι διασκορπισμένοι στα καλύβια άρχισαν να έρχονται και να κτίζουν τις νέες κατοικίες τους.
Μήπως μέσα σ’ αυτή τη ζούγκλα που έβοσκε ο τράγος κρύβεται και το παλιό όνομα του χωριού μας; Γιατί αν παρατηρήσουμε το χωριό από απέναντι, από το Ξεροβούνι, θα δούμε ότι το αγκαλιάζουν δύο βράχοι: Από το ένα μέρος ο βράχος που έχει την ονομασία Σκέμι και από το άλλο εκείνος που κατεβαίνει μέχρι πίσω από την εκκλησία του Αι-Γιώργη στο πάνω μέρος του χωριού. Ανάμεσα από τους δύο βράχους, φαίνεται πως υπήρχε μια δασωμένη πλαγιά με τις άφθονες πηγές να βγαίνουν μέσα από τα σπλάχνα της και τα νερά τους να ανταμώνουν με τα νερά του χιονιού και της βροχής.
Αυτά τα νερά κάποτε η πλαγιά δε μπόρεσε να τα κρατήσει άλλο. Τα χώματα μαλάκωσαν πολύ και κάποια μέσα γλίστρησαν προς τα κάτω κι απλώθηκαν κάνοντας τα εύφορα γιούρτια ( κήποι), που βλέπουμε σήμερα.
Έτσι από μια μεγάλη κατολίσθηση σχηματίστηκε ο χώρος του χωριού μας. Σ’ αυτό το χώρο της κατολίσθησης έφερναν τα κοπάδια τους οι παλιοί εκείνοι τσοπάνηδες και πρώτοι εκείνοι χρησιμοποίησαν το όνομα του τόπου κατολίσθηση.
Επειδή όμως συνηθίζουμε να προφέρουμε τις λέξεις όπως μας βολεύει καλύτερα, με το πέρασμα του χρόνου από κατολίσθηση έγινε κατολίσθια χωράφια και τέλος Κουτουλίστια, το όνομα του χωριού μας.
Ότι το όνομα Κουτουλίστια προέρχεται από τη λέξη κατολίσθηση, το αναφέρει πρώτος στα απομνημονεύματά του, ο ευφυέστατος και παρατηρητικότατος μακαρίτης Χαράλαμπος Μ. Λυμπέρης. Άλλωστε δεν είναι μοναδικό φαινόμενο ονομασίας από τέτοιο γεγονός. Πολλά χωριά και τοπωνύμια πήραν το όνομά τους από φυσικά φαινόμενα, όπως Καταβόθρα, Νερομάνα, Ξεροβούνι κ. ά.
Γι’ αυτό πιστεύουμε ότι η ίδια η φύση και το φυσικό φαινόμενο της κατιλίσθησης έδωσαν το όνομα στο χωριό μας Κουτουλίστια।


ΓΕΩΡΓΙΟΣ Κ ΣΤΡΑΒΟΔΗΜΟΣ
ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ

ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ. (ΤΗΣ ΠΟΛΥΣΠΟΡΙΤΙΣΣΑΣ) - 21 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ.

Κάθε χρόνο, όταν έρχεται ο Νοέμβριος μήνας, ο νους μου γυρίζει πίσω στα παιδικά μου χρόνια στα Κρυονέρια. Είναι αλήθεια ότι τα χρόνια εκείνα ήταν πολύ δύσκολα συγκρινόμενα με τα σημερινά, αλλά εμείς δεν το νιώθαμε και ζούσαμε ανέμελα με τις απλές χαρές της εποχής εκείνης.
Το Νοέμβριο στο χωριό τελείωναν οι καλοκαιρινές δουλειές και άνοιγε μια άλλη σελίδα σκληρού αγώνα. Άρχιζε ο μήνας της σποράς.
Το καλαμπόκι είχε μπει πια στο αμπάρι και τα καλοκαιρινά κηπευτικά είχαν φτάσει στο τέλος. Τα κάστανα και τα καρύδια, που ήταν εποχή τους, κι αυτά είχαν συγκεντρωθεί. Οι φθινοπωρινές βροχές είχαν μαλακώσει το χώμα και οι γεωργικές σπορές έπρεπε να τελειώσουν πριν χαλάσει ο καιρός.
Από τα χαράματα σχεδόν, όλοι οι χωριανοί μας που ήταν αγρότες, ετοίμαζαν τα γεωργικά εργαλεία και τους σπόρους (σιτάρι, σίκαλη( βρίζα), βρώμη, φακές κ.ά.) για να είναι έτοιμοι με το φως της ημέρας να φτάσουν στο χωράφι και ν’ αρχίσουν τη δουλειά.
Σχεδόν όλα τα εργατικά χέρια βρίσκονταν σκορπισμένα στα χωράφια. Τότε δεν υπήρχαν γεωργικά μηχανήματα κι όλες οι καλλιεργητικές εργασίες γινόταν άλλες με το αλέτρι, που τραβούσαν τα ζώα, όπου το επέτρεπε το έδαφος και άλλες με το τσαπί, όπου τα εδάφη ήταν δύσκολα.
Ψωμί ποτισμένο πραγματικά με ιδρώτα. Γι’ αυτό οι χωριανοί μας, πριν ξεκινήσουν, γύριζαν προς τον Αι- Γιώργη, έκαναν το σταυρό τους και με τη σιωπηλή προσευχή τους παρακαλούσαν το Θεό να ευλογήσει τους κόπους τους.
Στο χωριό μέναμε εμείς τα παιδιά, που θα πηγαίναμε στο σχολείο- στον Παπαβασίλη- και τα μικρότερα, που τους κρατούσαν συντροφιά και προστασία τα γερόντια.
Για πρωινό, γεμίζαμε τις τσέπες μας βρασμένα κάστανα και τρώγαμε μέχρι το διάλειμμα. Το μεσημέρι θα βρίσκαμε κάτι που μας είχε αφήσει η μάνα μας πριν φύγει.
Όμως την 21η Νοεμβρίου, της Πολυσπορίτισσας όπως τη λέγαμε τη μέρα αυτή, την περιμέναμε με λαχτάρα, γιατί το διαιτολόγιο ήταν διαφορετικό, πλούσιο, εύγευστο και χορταστικό.
Από μέρες, η μάνα και η βάβα ( γιαγιά)- αν υπήρχε- φρόντιζαν να συγκεντρώσουν όσο το δυνατόν περισσότερα σπόρια οσπρίων και δημητριακών, για να τα μαγειρέψουν όλα μαζί την ημέρα αυτή. Φασόλια, ρεβίθια, φακές, σιτάρι, καλαμπόκι, μπιζέλια και ό,τι άλλο μπορούσαν να συγκεντρώσουν οι καλές μαγείρισσες, τα έβραζαν όλα μαζί από το προηγούμενο βράδυ για να είναι έτοιμα το πρωί πριν φύγουν για τη δουλειά. Κάποιες έβαζαν μέσα και μαύρη σταφίδα ή ζάχαρη για να γίνουν πιο γλυκά.
Η νοικοκυρά, το πρώτο πιάτο πολυσπόρια, πριν ξυπνήσουμε εμείς τα παιδιά, το πήγαινε στη βρύση και το έριχνε εκεί στη ροή του νερού κάνοντας ολόθερμη εσωτερική προσευχή και παράκληση να βοηθήσει ο Θεός να ρέουν όλα τα προϊόντα άφθονα, όπως έρεε άφθονο και το νερό της βρύσης. Κάποιο πιάτο θα έδινε και στη γειτόνισσα και σε κάποια που ήξερε πως για διάφορους λόγους δε μπόρεσε να φτιάξει πολυσπόρια.
Για εμάς τα παιδιά, αυτή η μέρα δεν είχε τότε καμιά άλλη σημασία, παρά μόνο ότι ήταν μια μέρα γευστική και χορταστική για τα πεινασμένα μας στομάχια. Τα πολυσπόρια, που γίνονταν μια φορά το χρόνο, έμειναν αξέχαστα σε μας τα παιδιά γιατί ήταν ένα φαγητό άφθονο, χορταστικό ( γιατί οι μανάδες μας το έφτιαχναν σε μεγάλη κατσαρόλα) και με μια διαφορετική γεύση από τα άλλα καθημερινά φαγητά.
Μας έκανε όμως εντύπωση και η πράξη της μάνας μας στη βρύση. Δε μπορούσαμε να καταλάβουμε αυτόν τον άλλο τρόπο εμπράγματης προσευχής των παιδεμένων γονιών μας.
Έπρεπε να περάσουν χρόνια, να συνεργαστούμε με τους γονείς μας στις δύσκολες αγροτικές δουλειές, να ιδρώσουμε μαζί τους, να ακουμπήσουμε σε κάποια πέτρα για λίγη ξεκούραση κι εκεί κοιτάζοντας το φρεσκοσπαρμένο χωράφι να παρακολουθούμε νοερά την εξέλιξη του σπόρου που σπείραμε στη γη και το προσδοκούμενο ευνοϊκό αποτέλεσμα. Θα βοηθήσει άραγε ο Θεός να μην πάνε οι κόποι μας χαμένοι και να έχουμε καλή παραγωγή ή θα μας μείνουν μόνο οι κόποι;
Αργότερα καταλάβαμε πως ο γεωργός ξεκινάει έναν σκληρό αγώνα στην τύχη, ξέροντας πως έχει να παλέψει με απροσδιόριστους αλλά και ακατανίκητους κινδύνους. Αν οι καιρικές συνθήκες είναι ευνοϊκές θα νιώσει τη χαρά της καλής σοδειάς. Αν όμως χιόνια, χαλάζια κι άσχημοι καιροί αφανίσουν την καλλιέργειά του, τότε θα μείνει με σταυρωμένα χέρια. Γι’ αυτό ο γεωργός από την αρχή μέχρι το τέλος προσεύχεται με διάφορους τρόπους, να βάλει ο Θεός το χέρι του να διώξει το κακό.
Αυτά για εμάς εκείνα τα χρόνια ήταν ακατανόητα। Πού να φανταστούμε πως αυτό το μήνα της σποράς, η ενέργεια της μάνας στη βρύση ήταν μια προσευχή να ευλογήσει ο Θεός όλους τους σπόρους; Εμείς δε σκεφτόμαστε τίποτε άλλο τότε, παρά μόνο περιμέναμε με λαχτάρα πότε θα έρθει η γιορτή της Πολυσπορίτισσας για να φάμε τα νόστιμα πολυσπόρια!

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Κ. ΣΤΡΑΒΟΔΗΜΟΣ